Στο Ηράκλειο γεννήθηκε και αντρώθηκε ένας μεγάλος συγγραφέας, στοχαστής και συνεχιστής της λογοτεχνικής κρητικής παράδοσης. Το πολύπλευρο έργο του που τον έκανε παγκοσμίως γνωστό περιλαμβάνει μυθιστορήματα, δοκίμια, ποιήματα, ταξιδιωτικές εντυπώσεις, τραγωδίες, μεταφράσεις και θεατρικά έργα.
Ο Νίκος Καζαντζάκης γεννήθηκε το 1833 στο Ηράκλειο και συγκεκριμένα στο χωριό Βάρβαροι ή Μυρτιές.
Στην τελευταία τάξη του γυμνασίου γνώρισε τη Γαλάτεια Αλεξίου, με την οποία παντρεύτηκε το 1911. Μαζί έζησαν 26 συνολικά χρόνια (δέκα χρόνια είχαν δεσμό και δεκαέξι ήταν παντρεμένοι). Χώρισαν, παρόλο που αγαπήθηκαν πολύ γιατί η Γαλάτεια δεν άντεξε τη μοναξιά. Ο Καζαντζάκης έλειπε συνεχώς και η σχέση τους για χρόνια διατηρούνταν από τις επιστολές από τις έστελνε. Κι όσο τρυφερά ήταν τα γράμματά του, τόσο ψυχρός κι απόμακρος ήταν ο ίδιος. Έτσι, το τέλος της σχέσης τους ήταν αναπόφευκτο.
Ο Ν. Καζαντζάκης σπούδασε νομικά στην Αθήνα (1902 – 1906) και παρ’ όλες τις οικονομικές δυσκολίες που αντιμετώπιζε κατάφερε να συνεχίσει τις σπουδές του στο Παρίσι, όπου έμεινε για τρία χρόνια 1907- 1909 και παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας. Τότε ήρθε σε επαφή με τις φιλοσοφικές ιδέες του Μπερξόν και του Νίτσε.
Το 1910 εγκαθίσταται στην Αθήνα μαζί με την Γαλάτεια. Το 1914 γνωρίζεται με τον Άγγελο Σικελιανό και μαζί ταξιδεύουν στο Άγιο Όρος και σε άλλα μέρη της Ελλάδας.
Του άρεσαν τα ταξίδια και έτσι επισκέφτηκε πολλά μέρη της Ευρώπης και της Ασίας. Βέβαια πολλά από αυτά είχαν και επαγγελματικό χαρακτήρα καθώς ως ανώτατος κρατικός υπάλληλος ταξίδεψε πολύ στην Ελβετία και τη Ρωσία (1918 –1919) για τον επαναπατρισμό των Ελλήνων.
Το 1922 βρίσκει τον Καζαντζάκη στη Βιέννη. Το 1924 επιστρέφει στην Ελλάδα και στην ιδιαίτερη πατρίδα του, την Κρήτη.
Την περίοδο 1925 – 1929 πραγματοποιεί τρία ταξίδια στη Ρωσία. Από το 1932 έως το 1936, ταξιδεύει συνεχώς. Επισκέπτεται την Ισπανία, την Ιαπωνία και την Κίνα. Οι ταραγμένες αυτές εποχές και τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα τροφοδοτούν τον συγγραφέα με σπουδαίο υλικό για το συγγραφικό του έργο.
Τις ταξιδιωτικές του εμπειρίες κατέγραψε αργότερα στη πολύτομη σειρά ΄΄Ταξιδεύοντας΄΄ όπου αφηγείται τις εντυπώσεις του από τα όσα είδε στην Ισπανία, την Ιταλία, την Αίγυπτο, την Ιαπωνία, την Κίνα, την Αγγλία, κ.α. καθώς και στην τρίτομη σειρά ΄΄Τι είδα στη Ρουσσία΄΄.
Το 1940 εγκαθίσταται στην Αίγινα, στην οποία θα παραμείνει όλο το διάστημα του πολέμου και της Κατοχής. Μετά την απελευθέρωση, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Το 1945 παντρεύτηκε την Ελένη Σαμίου με την οποία διατηρούσε πολύχρονο δεσμό. Παρέμεινε πιστή του σύντροφος ως το τέλος της ζωής του. Στην Ελένη ο Καζαντζάκης χρωστά ένα μεγάλο μέρος της παγκόσμιας προβολής του. Η γυναίκα αυτή εκτός από σύζυγός και αφοσιωμένη συνεργάτιδα, έκανε τα πάντα για να προβάλει το έργο του. Διατηρούσε και αξιοποιούσε τις επαφές και τις γνωριμίες του και έδωσε μάχες και μαζί του αλλά και μετά τον θάνατό του για την καθιέρωση του έργου του.
Η εμπλοκή του με την πολιτική επισφραγίζεται με τον διορισμό του την ίδια χρονιά ως υπουργός
άνευ χαρτοφυλακίου στην κυβέρνηση Σοφούλη. Δύο μήνες αργότερα παραιτείται.
Τον Ιούνιο του 1946 έφυγε για ένα σύντομο ταξίδι στην Αγγλία, το οποίο αποδείχθηκε μοιραίο, καθώς δεν ξαναγύρισε στην Ελλάδα. Από την Αγγλία θα μεταβεί στο Παρίσι, όπου διορίστηκε σύμβουλος λογοτεχνίας στην Unesco. Ένα χρόνο μετά παραιτήθηκε και από αυτή τη θέση.
Το 1948 εγκαθίσταται στην πόλη Antibes της Γαλλίας. Εκεί, αφοσιώνεται ολοκληρωτικά στη λογοτεχνία. Η φήμη του εξαπλώνεται και τα έργα του μεταφράζονται σε πολλές γλώσσες.
Το 1954 του απονέμεται στο Παρίσι το βραβείο για το καλύτερο ξένο βιβλίο και το 1956 στη Βιέννη το Βραβείο Ειρήνης. Επίσης, αξίζει να αναφέρουμε ότι υπήρξε τρεις φορές υποψήφιος για το Nobel, αλλά δεν κατάφερε να το πάρει.
Η μεγάλη κυκλοφορία των βιβλίων του και το λεγόμενο αντιθρησκευτικό περιεχόμενο τους,
κινητοποιούν εναντίον του την ορθόδοξη ελληνική εκκλησία και την καθολική.
Το 1953 η εκκλησία ζητά το διωγμό του Νίκου Καζαντζάκη, λίγο πριν ακόμα εκδοθεί το πολυσυζητημένο βιβλίο του – που ακόμη και σήμερα διχάζει το αναγνωστικό κοινό – ο Τελευταίος Πειρασμός. Ο συγγραφέας απαντά στις απειλές για αφορισμό λέγοντας: «Μου δώσατε μια κατάρα, Άγιοι πατέρες, σας δίνω κι εγώ μια ευχή: Σας εύχομαι να ‘ναι η συνείδηση σας τόσο καθαρή, όσο είναι η δική μου και να ‘στε τόσο ηθικοί και θρήσκοι όσο είμαι εγώ».
Ο Καζαντζάκης προκάλεσε τις εκκλησιαστικές αρχές, όχι γιατί ειρωνεύτηκε την κοσμικότητα της εκκλησίας, όπως συνέβη σε περιπτώσεις άλλων λογοτεχνών που επίσης αφορίστηκαν, αλλά λόγο
του ανήσυχου πνεύματός του και των φιλοσοφικών του αναζητήσεων οι οποίες θεωρήθηκε ότι προσέβαλαν τα θεία.
Πάντως ο ίδιος ο Καζαντζάκης χαρακτήριζε τον εαυτό του πολίτη του κόσμου και στοχάζονταν μακριά από τον συντηρητισμό και τη στενομυαλιά της Ελληνικής κοινωνίας. Είχε δεχθεί την επίδραση των ανατολίτικων θρησκειών και ήταν μέλος της Τεκτονικής Στοάς των Αθηνών.
Το 1957 ο Καζαντζάκης ταξιδεύει στην Κίνα. Η κλονισμένη υγεία του επιβαρύνεται και στις 26 Οκτωβρίου του 1957 αφήνει τελευταία του πνοή σε μια κλινική της Γερμανίας χτυπημένος από τη λευχαιμία.
Λίγες μέρες αργότερα κηδεύτηκε στο Ηράκλειο. Ο τάφος του βρίσκεται στον προμαχώνα Μαρτινέγκο, σε μια από τις ωραιότερες τοποθεσίες της πόλης, αφού λόγο του αφορισμού του δεν επιτράπηκε η ταφή του στο νεκροταφείο. Ο τάφος του λιτός κι απέριττος, έχει ένα ξύλινο σταυρό και μια μαρμάρινη επιγραφή πάνω στη οποία είναι χαραγμένα τα λόγια του συγγραφέα: «Δεν ελπίζω τίποτα. Δε φοβάμαι τίποτα. Είμαι λέφτερος».
Τα έργα του Καζαντζάκη γνωρίζουν ακόμα και σήμερα τεράστια επιτυχία. Τα σημαντικότερα μυθιστορήματά του είναι: ΄΄Ο φτωχούλης του Θεού΄΄ (1956), ΄΄Ο καπετάν Μιχάλης΄΄ (1953), ΄΄Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά΄΄ (1946), ΄΄Ο Χριστός ξανασταυρώνεται΄΄ (1948),
΄΄Ο τελευταίος πειρασμός΄΄ (1951), ΄΄Αναφορά στον Γκρέκο΄΄ που εκδόθηκε μετά το θάνατό του, κ.α.
Επίσης, ξεχωρίζουν η ΄΄Ασκητική΄΄, ένα έργο που εκφράζει τις μεταφυσικές ανησυχίες του Καζαντζάκη, ΄΄Οι Αδερφοφάδες΄΄ και οι μεταφράσεις της Οδύσσειας και της Ιλιάδας.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η σειρά του Ταξιδιωτικά, τα δοκίμια, τα ποιήματα και τα θεατρικά του έργα.
|