Στο κέντρο της λίμνης Παμβώτιδας βρίσκεται το πανέμορφο καταπράσινο νησί της, που συνδυάζει την ομορφιά του φυσικού περιβάλλοντος με την πλούσια ιστορική παράδοση. Ο γραφικός παραδοσιακός οικισμός του, με τα μικρά ασβεστωμένα σπίτια, τα πλακοστρωμένα σοκάκια και τα φημισμένα μοναστήρια του, αναδύει το άρωμα παλαιότερων εποχών και συναρπάζει τον επισκέπτη. Εδώ αναπτύχθηκε κατά την Ύστερη Βυζαντινή Περίοδο μια σπουδαία μοναστική πολιτεία με μοναστήρια και ασκηταριά που σώζονται ως σήμερα.
Το πιο γνωστό από αυτά είναι η Ι.Μ. του Αγίου Νικολάου των Φιλανθρωπηνών, που βρίσκεται στη δυτική πλευρά του νησιού και αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα βυζαντινά μνημεία της χώρας, τόσο για την παλαιότητά του και την ιστορία του, όσο και για την ανεκτίμητη καλλιτεχνική αξία της αγιογράφησής του.
Όπως μαρτυρούν σχετικές κτητορικές επιγραφές, η μονή ιδρύθηκε στους υστεροβυζαντινούς χρόνους και ανακαινίστηκε το 1291/2 το καθολικό από τον Μιχαήλ Φιλανθρωπηνό από τον Μιχαήλ Φιλανθρωπηνό, ιερέα και οικονόμο της Μητρόπολης Ιωαννίνων και γόνο της αρχοντικής οικογένειας των Φιλανθρωπηνών, που εγκαταστάθηκαν στα Ιωάννινα από την Κωνσταντινούπολη, μετά την άλωση του 1204. Ωστόσο, την μεγαλύτερη ακμή της τη γνώρισε τον 16ο αι. Την εποχή εκείνη το καθολικό ανακαινίστηκε για δεύτερη φορά, επεκτάθηκε και τοιχογραφήθηκε, σε τρεις φάσεις (1531/2, 1542, 1560).
Από το μοναστηριακό συγκρότημα σώζεται το καθολικό, τμήμα του διώροφου κτιρίου των κελιών, η ερειπωμένη τράπεζα, το κοιμητήριο και ο περίβολος.
Το καθολικό είναι μονόχωρη ξυλόστεγη βασιλική, καμαροσκεπής, με καμαροσκεπή νάρθηκα και τρεις εξαρτικούς (εξωνάρθηκες) και κοσμείται με αριστουργηματικές τοιχογραφίες (Πλατυτέρα, Λειτουργία των Αγγέλων, Δωδεκάορτο, Ακάθιστος Ύμνος, Δευτέρα Παρουσία, σκηνές από παραβολές και θαύματα του Ιησού, εικόνες από την Π. Διαθήκη, Μηνολόγια Μαρτύρων κ.α.).
Ο συγκροτημένος διάκοσμος της μονής έχει τεράστιο εικονογραφικό θεματολόγιο, ποικιλία και σαφήνεια τεχνοτροπιών, τεχνική υψηλού επιπέδου, ενώ η επίδρασή του σε πλήθος μεταγενέστερων μνημείων είναι αδιαμφισβήτητη. Οι παραστάσεις διακρίνονται για την εκφραστικότητα, τη θεατρική κίνηση, τον αφηγηματικό χαρακτήρα τους, την περιγραφική πληρότητα, το πάθος και τον εκλεκτισμό τους.
Το επιβλητικό τοιχογραφικό σύνολο της μονής συνιστά μνημείο - κλειδί και εντάσσεται στον κύκλο των έργων της λεγόμενης μνημειακής ζωγραφικής, που αποκρυσταλλώθηκε σε ότι αποκαλούμε «Ηπειρωτική Σχολή», που αναπτύχθηκε στη ΒΔ κυρίως Ελλάδα το 16ο αι. με κύριους εκφραστές τους Θηβαίους ζωγράφους Φράγκο Κατελάνο και Γεώργιο και Φράγκο Κονταρή (στους τελευταίους αποδίδεται η αγιογράφηση του βόρειου εξωνάρθηκα). Η τεχνοτροπία αυτή είναι προϊόν αστικού περιβάλλοντος, με έμμεσες και περιθωριακές επιδράσεις από την «Κρητική» και τη «Μακεδονική Σχολή», αλλά και στοιχεία από την ισχυρή τοπική παράδοση.
Ο παιδευτικός χαρακτήρας των αγιογραφιών συνδέεται με την πνευματική αίγλη της μονής, στην οποία λειτουργούσε Σχολή κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Σύμφωνα με την τοπική παράδοση, η μονή φιλοξενούσε και το "Κρυφό Σχολειό" του νησιού, σε μια κρύπτη που βρίσκεται στο εσωτερικό του καθολικού. Στη βιβλιοθήκη της φυλάσσονταν ο "Κουβαράς", χειρόγραφος κώδικας, όπου οι μοναχοί κατέγραφαν ιστορίες και ενθυμήσεις της Ηπείρου. Γενικότερα την εποχή εκείνη τα Ιωάννινα θεωρούνταν σημαντικό πολιτιστικό κέντρο σε όλο το Β.Δ. χώρο, όπου έβρισκε πρόσφορο έδαφος η καλλιέργεια της παιδείας (ως απόρροια των ουμανιστικών ρευμάτων), τον ευκρινή απόηχο της οποίας ακούμε στην απεικόνιση των Ελλήνων φιλοσόφων της αρχαιότητας σε τοιχογραφία του εξωνάρθηκα.
Άλλα σημαντικά μοναστήρια του νησιού αυτά του Αγίου Παντελεήμονος (στη νότια πλευρά του οποίου βρίσκεται το κελί όπου δολοφονήθηκε ο Αλή-Πασάς) του Στρατηγοπούλου ή Ντίλιου, του Προδρόμου, της Ελεούσας και της Μεταμόρφωσης του Σωτήρα.
|